καταπραυνεῖ — καταπραύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπραύνω soften fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖ , καταπραύνω soften fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καταπρᾱυνεῖ , καταπραύνω soften fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυματολήγη — Κυματολήγη, ἡ (Α) (όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + λήγη (< λήγω)] … Dictionary of Greek
άχολος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους … Dictionary of Greek
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
ακατασίγητος — η, ο [κατασιγώ] 1. αυτός που δεν σωπαίνει 2. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατασιγάσει, να καταπραΰνει … Dictionary of Greek
ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] … Dictionary of Greek
ακεσώδυνος — ἀκεσώδυνος, ον (Α) αυτός που καταπραΰνει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + ώδυνος < ὀδυνη] … Dictionary of Greek
αναλγικός — ή, ό αυτός που καταπραΰνει τον πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αλγικός. Ο τ. αναλγικόν μαρτυρείται από το 1889 στον Ιωάννη Πύρλα, ιατροφιλόσοφο] … Dictionary of Greek
αντιαλγικός — ή, ό αυτός που καταπραΰνει το άλγος, ο παυσίπονος … Dictionary of Greek
αντιβηχικός — ή, ό (φάρμακο) που θεραπεύει ή καταπραΰνει τον βήχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + βήξ ( χός). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ώρα] … Dictionary of Greek